Κοπτος

Κοπτος
    Κοπτός
     Копт (город в Египте) Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Κοπτος" в других словарях:

  • κοπτός — κοπτός, ή, όν (Α) βλ. κοφτός …   Dictionary of Greek

  • κοπτός — chopped small masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόπτος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοπτός ή Κόπτος — Αρχαία φαραωνική πόλη, πρωτεύουσα του νομού Χαρουί. Ήταν χτισμένη στα Β των Θηβών (των εκατονταπύλων Θηβών), το σημερινό Λούξορ, στη δεξιά όχθη του Νείλου. Στα χρόνια των φαραώ της θηβαϊκής δυναστείας γνώρισε μεγάλη ακμή, καθώς βρισκόταν στον… …   Dictionary of Greek

  • Κόπτω — Κόπτος masc nom/voc/acc dual Κόπτος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Копт — (Κόπτος) главный гор. 5 го верхнеегипетского нома (Панополь, по египетски Кебти), стоявший у поворота Нила и бывший самым восточным из всех египетских городов. Находясь у входа в пустыню, на дороге, ближайшей к Гаммамату и Чермному морю, он скоро …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κόπτε — Κόπτος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόπτοι — Κόπτος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόπτοις — Κόπτος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόπτον — Κόπτος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόπτου — Κόπτος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»